πολυποίκιλτος

πολυποίκιλτος
-η, -ο / πολυποίκιλτος, -ον ΝΜ
αυτός που έχει πολλά ποικίλματα, πλούσια διακόσμηση, πολύ στολισμένος
μσν.
αυτός που έχει πολλά χρώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ποικιλτός (< ποικίλλω), πρβλ. χρυσο-ποίκιλτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολυποίκιλτος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυποίκιλτον — πολυποίκιλτος masc/fem acc sg πολυποίκιλτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάστερος — η, ο (AM κατάστερος, ον) γεμάτος αστέρια, έναστρος, διάστερος, πολύαστρος μσν. αρχ. 1. εκκλ. (για άμφια ή σκεύη) αυτός που έχει πάνω του αστέρια, που είναι διακοσμημένος με αστέρια 2. μτφ. (ειδ. για την ουρά τού παγωνιού) πολυποίκιλτος,… …   Dictionary of Greek

  • πολυδαίδαλος — η, ο / πολυδαίδαλος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. δαιδαλώδης, λαβυρινθώδης («πολυδαίδαλη αίθουσα») 2. μτφ. πολύπλοκος, περίπλοκος, αδιέξοδος («πολυδαίδαλη επιχειρηματολογία») μσν. (για ηθοποιούς) πολύ ικανός, πολύ επιδέξιος αρχ. 1. (για αντικείμενο)… …   Dictionary of Greek

  • πολυποίκιλος — η, ο / πολυποίκιλος, ον ΝΜΑ πάρα πολύ ποικίλος, αυτός που παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία (α. «πολυποίκιλες αντιδράσεις» β. «πολυποίκιλα προβλήματα» γ. «ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ», ΚΔ) (μσν αρχ.) πολυποίκιλτος, πολύ διακοσμημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”